εκτασία

εκτασία
η
η μόνιμη διάταση κοίλου σπλάχνου ή τμήματός του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορεκτασία — η ιατρ. παθολογική διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. corectasia < cor (πρβλ. κόρη) + ectasia (πρβλ. εκτασία < έκταση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”